ανάτριχα

ανάτριχα
επίρρ.
1) дыбом, торчком (о волосах); 2) против шерсти

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανάτριχα" в других словарях:

  • ανάτριχα — επίρρ. τροπ., αντίθετα με τη φυσική φορά των τριχών: Βούρτσιζε τη γούνα ανάτριχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάτριχος — η, ο (Μ ἀνάτριχος, η, ον) [θριξ, τρίχα] 1. αυτός που ανατριχιάζει, που έχει τις τρίχες σηκωμένες 2. αυτός που προκαλεί ανατριχίλα 3. επίρρ. ανάτριχα α) με τις τρίχες σηκωμένες β) αντίθετα από τη φορά των τριχών, κόντρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»